- ανδρείος
- -α, -ογενναίος, παλικάρι: Σ' όλη του τη ζωή υπήρξε ανδρείος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνδρεῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… … Dictionary of Greek
ἀνδρειότερον — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνδρεῖος — ἀνδρεῖος , ἀνδρεῖος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτάτων — ἀνδρεῖος of fem gen superl pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτέρων — ἀνδρεῖος of fem gen comp pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειοτέρως — ἀνδρεῖος of adverbial comp ἀνδρεῖος of masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειότατα — ἀνδρεῖος of adverbial superl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειότατον — ἀνδρεῖος of masc acc superl sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρεῖον — ἀνδρεῖος of masc acc sg ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)